- πουντριέρα
- ηδοχείο πούδρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πουντριέρα — η, Ν βλ. πουδριέρα … Dictionary of Greek
πουδριέρα — και πουντριέρα, η, Ν η πουδροθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούδρα + κατάλ. ιέρα (πρβλ. καπελ ιέρα, σουπ ιέρα)] … Dictionary of Greek